ῥευματισμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρευματισμός — Κατά την κοινή ορολογία σημαίνει επώδυνη πάθηση του μυοσκελετικού συστήματος (οστά, αρθρώσεις, μύες και τένοντες)· η ιατρική, αντίθετα, με τον όρο αυτό αναφέρεται σε μια ομάδα νοσημάτων, που έχουν μερικά κοινά παθογενετικά και ανατομοπαθολογικά… … Dictionary of Greek
ῥευματισμοῖς — ῥευματισμός masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥευματισμοῖσιν — ῥευματισμός masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥευματισμοί — ῥευματισμός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥευματισμοῦ — ῥευματισμός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥευματισμούς — ῥευματισμός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥευματισμῶν — ῥευματισμός masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥευματισμῷ — ῥευματισμός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥευματισμόν — ῥευματισμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)